- κατήγωρ
- κατήγωρ ὁ (Α)κατήγορος («ὅτι ἐβλήθη ὁ κατήγωρ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν», ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής αθέματος τ. τού κατήγορος, που σχηματίστηκε την εποχή τής μεταφράσεως τών Εβδομήκοντα (3ος π.Χ. αιώνας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.